παρακμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακμάζω < αρχαία ελληνική παρακμάζω < παρά + ἀκμάζω < ἀκμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*h₂eḱ- (κοφτερός, οξύς)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾakˈma.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

παρακμάζω

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]