παρατρώω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρατρώω < παρα- (υπερβολικά, πάρα πολύ) + τρώω. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παρατρώγω (τραγανίζω).[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈtɾo.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τρώ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
παρατρώω, πρτ.: παράτρωγα/παραέτρωγα, απαρ.: παραφάει, αόρ.: παράφαγα/παραέφαγα, μτχ.π.π.: παραφαγωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- τρώω παραπάνω από το κανονικό, υπερβολικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παρατρώγω (σπανιότερο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ντερλικώνω
- τρώω του σκασμού, τρώω μέχρι σκασμού
- την κάνω ταράτσα, την ταρατσώνω
- → δείτε και τις λέξεις χλαπακιάζω και μπουκώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις παρά και τρώω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παρατρώω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας