παρμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρμάρα | οι | παρμάρες |
γενική | της | παρμάρας | — | |
αιτιατική | την | παρμάρα | τις | παρμάρες |
κλητική | παρμάρα | παρμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρμάρα < παρμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρμάρα θηλυκό
- ασθένεια των αιγοπροβάτων που προκαλεί παράλυση στα κάτω άκρα και σταμάτημα παραγωγής του γάλακτος
- για ανθρώπους, η παράλυση κάποιου άκρους
- καλά παρμάρα έχουν οι ποδοσφαιριστές και δεν μπορούν να πάρουν σήμερα τα πόδια τους;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρμάρα
|