πασιέντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασιέντζα οι πασιέντζες
      γενική της πασιέντζας
    αιτιατική την πασιέντζα τις πασιέντζες
     κλητική πασιέντζα πασιέντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασιέντζα < → δείτε τη λέξη πασιέντσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασιέντζα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]