πηκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηκτικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηκτικότητα θηλυκό
- η δυνατότητα ενός υγρού να πήζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηκτικότητα
|