πηλαλάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πιλαλάω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηλαλάω < πηλαλ(ώ) + κατάληξη -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηλαλῶ (όψιμη μεσαιωνική) (με ήτα)[1] με πιθανή επίδραση τύπων όπως ἐπήλασα από την αρχαία ελληνική ἐπελαύνω
Κατ' άλλη εκδοχή, το μεσαιωνικό [2] συνδέεται με υποθετικό ανώμαλο αόριστο *ἀπηλάλησα (απηύδησα) του ελληνιστικού ἀπολαλέω (φωνάζω)
Για τη γραφή με γιώτα → δείτε πιλαλάω < πιλαλώ που συνδέει με το ελληνιστικό ρήμα ἐπιλαλέω < αρχαίο λαλέω (λαλάω) - περισσότερα στο πιλαλάω.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.laˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πη‐λα‐λά‐ω
ομόηχο: πιλαλάω

Ρήμα[επεξεργασία]

πηλαλάω, -άς... /(πηλαλώ), πρτ.: πηλαλούσα/πηλάλαγα, αόρ.: πηλάλησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) τρέχω γρήγορα, με ορμή, ορμάω
    ※  Μα, περνώντας από την τραπεζαρία, είδε την αγριεμένη θάλασσα που πηλαλούσε αφρισμένη κατά την ακρογιαλιά και κόλλησε τη μύτη του στην τζαμόπορτα.
    Πηνελόπη Δέλτα, Τρελαντώνης, κεφάλιο 12
    ※  Έτρεξαν τα τρία παιδιά να βρουν τον Βασίλη, και πηλαλώντας πίσω τους, ξέχασα το κοριτσάκι […]
    Πηνελόπη Δέλτα, Ο μάγκας, κεφάλαιο 9
  2. (λαϊκότροπο) καλπάζω
    ※  Έπειτα τ' άλογο θα πηλαλούσε στον ίσιο δρόμο, και πώς θα δυνότουν να το προφτάκει;
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η Παντρειά της Σταλαχτής

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • και για τις δύο γραφές → δείτε τη λέξη πιλαλάω

Κλίση[επεξεργασία]

Δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ (λαϊκότροπο ρήμα).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πηλαλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πηλαλῶ - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)

Πηγές[επεξεργασία]

πηλαλώ:

πιλαλώ: πιλαλῶ - σελ.283, Τόμος 16 Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 

πιλαλάω

  • (με σχόλιο για τις δύο γραφές) Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 
    Και σημείωση: «Δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ».