πιτσιρικαρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιτσιρικαρία < πιτσιρίκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιτσιρικαρία, θηλυκό
- παρέα από πιτσιρίκια, από μικρά παιδάκια
πιτσιρικαρία, θηλυκό