πλινθοποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλινθοποιία οι πλινθοποιίες
      γενική της πλινθοποιίας των πλινθοποιιών
    αιτιατική την πλινθοποιία τις πλινθοποιίες
     κλητική πλινθοποιία πλινθοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλινθοποιία < πλίνθ(ος) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλινθοποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή πλίνθων
  2. η βιοτεχνία / βιομηχανίας κατασκευής πλίνθων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]