πλουραλίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλουραλίστρια < πλουραλιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλουραλίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πλουραλιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλουραλίστρια
|