πλυντρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλυντρίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλυντρίδα θηλυκό
- (χημική μηχανική) συσκευή που ευθύνεται για τον καθαρισμό ενός αερίου από αέρια λύματα ή άλλες επιβλαβές ουσίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλυντρίδα
|