ποντοπορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποντοπορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποντοπορία θηλυκό
1. Πορεία στην ανοιχτή θάλασσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντοπορία
|