πριμούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πριμούλα | οι | πριμούλες |
γενική | της | πριμούλας | — | |
αιτιατική | την | πριμούλα | τις | πριμούλες |
κλητική | πριμούλα | πριμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πριμούλα < πρίμουλα με μετακίνηση τόνου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πριμούλα θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του πρίμουλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πριμούλα
|