προπανόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπανόλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπανόλη θηλυκό ή προπυλική αλκοόλη
- ενιαίο όνομα για δύο συντακτικά ισομερείς αλκοόλες της ομόλογης σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών, την πρωτοταγή προπυλική αλκοόλη και την δευτεροταγή προπυλική αλκοόλη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- προπανόλη στη Βικιπαίδεια