προπαρασκευάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπαρασκευάστρια < προπαρασκευαστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπαρασκευάστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του προπαρασκευαστής
- ※ ωρομίσθια καθηγήτρια προπαρασκευάστρια για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις (από αγγελία, ανακτήθηκε στις 6/12/2022)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπαρασκευάστρια
|