προσυνόψιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσυνόψιση | οι | προσυνοψίσεις |
γενική | της | προσυνόψισης* | των | προσυνοψίσεων |
αιτιατική | την | προσυνόψιση | τις | προσυνοψίσεις |
κλητική | προσυνόψιση | προσυνοψίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσυνοψίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσυνόψιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσυνόψιση
|