προσφυγοπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσφυγοπούλα | οι | προσφυγοπούλες |
γενική | της | προσφυγοπούλας | — | |
αιτιατική | την | προσφυγοπούλα | τις | προσφυγοπούλες |
κλητική | προσφυγοπούλα | προσφυγοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσφυγοπούλα < πρόσφυγ(ας) + -οπούλα / προσφυγόπουλ(ο) + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσφυγοπούλα θηλυκό, (αρσενικό προσφυγόπουλο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσφυγοπούλα
|