πρωτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτεύω < αρχαία ελληνική πρωτεύω < πρῶτος + -εύω

πρωτεύω αμετ. χωρίς αντικείμενο, μετ. με γεν. «πρωτεύω ρητόρων».

  1. κατατάσσομαι (αξιολογικά) στην πρώτη θέση, έρχομαι πρώτος
    Πρωτεύει στη βαθμολογία / στα διαγώνισματα / στις εξετάσεις / στα μαθήματα.
     συνώνυμα: αριστεύω, διαπρέπω, διακρίνομαι
     αντώνυμα: πατώνω, αποτυχαίνω
  2. (γ’ ενικό) πρωτεύει: προέχει, είναι ιδιαίτερα σημαντικό
    Πρωτεύει το καθήκον προς την πατρίδα.
  3. (απρόσωπο) πρωτεύει: είναι ιδιαίτερα σημαντικό
     συνώνυμα: επείγει
    Πρωτεύει να ολοκληρωθούν τα έργα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]