πρόσκτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσκτηση | οι | προσκτήσεις |
γενική | της | πρόσκτησης* | των | προσκτήσεων |
αιτιατική | την | πρόσκτηση | τις | προσκτήσεις |
κλητική | πρόσκτηση | προσκτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσκτηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσκτηση θηλυκό
- απόκτηση παραπάνω εφοδίων, αύξηση αυτών που ήδη έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόσκτηση
|