πυζάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυζάμα οι πυζάμες
      γενική της πυζάμας των πυζαμών
    αιτιατική την πυζάμα τις πυζάμες
     κλητική πυζάμα πυζάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυζάμα: παλιότερη, μη απλοποιημένη ορθογραφία κατά τη γαλλική pyjama → και δείτε τη λέξη πιτζάμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυζάμα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • πιτζάμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)