πύρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πύρωση οι πυρώσεις
      γενική της πύρωσης* των πυρώσεων
    αιτιατική την πύρωση τις πυρώσεις
     κλητική πύρωση πυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πύρωση < πύρωσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πύρωση θηλυκό

  1. θέρμανση υλικού ή μεταλλεύματος σε θερμοκρασία υψηλή αλλά χαμηλότερη του σημείου τήξης του
  2. (ιατρική) αίσθημα καούρας σε μέρος του σώματος, όπως στο στομάχι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]