ρέμβη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρέμβη | ||
γενική | της | ρέμβης | ||
αιτιατική | τη | ρέμβη | ||
κλητική | ρέμβη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέμβη < αρχαία ελληνική ῥέμβη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρέμβη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το να αφήνει κάποιος τη σκέψη ή τη φαντασία του να περιπλανιέται σε ονειρικό τόπο και απροσδιόριστο χρόνο