ραϊσματιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραϊσματιά | οι | ραϊσματιές |
γενική | της | ραϊσματιάς | των | ραϊσματιών |
αιτιατική | τη | ραϊσματιά | τις | ραϊσματιές |
κλητική | ραϊσματιά | ραϊσματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραϊσματιά < ραγισματιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾa.i.zmaˈtça/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραϊσματιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ραγισματιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραϊσματιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)