ριτιράτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριτιράτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριτιράτα θηλυκό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος, ιδιωματικό) τακτική υποχώρηση, στη γλώσσα των αγωνιστών στην ελληνική επανάσταση του 1821
- ↪ κάμαμε ριτιράτα μ΄ όμορφον τρόπον (Απομνημονεύματα στρατηγού Μακρυγιάννη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριτιράτα
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)