ρουτινοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρουτινοποίηση | οι | ρουτινοποιήσεις |
γενική | της | ρουτινοποίησης | των | ρουτινοποιήσεων |
αιτιατική | τη | ρουτινοποίηση | τις | ρουτινοποιήσεις |
κλητική | ρουτινοποίηση | ρουτινοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρουτινοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουτινοποίηση θηλυκό
- μετατρέπω μια διαδικασία σε ρουτίνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρουτινοποίηση
|