σήμανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήμανση οι σημάνσεις
      γενική της σήμανσης* των σημάνσεων
    αιτιατική τη σήμανση τις σημάνσεις
     κλητική σήμανση σημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σήμανση < (ελληνιστική κοινή) σήμανσις < σημαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σήμανση θηλυκό

  1. η εγγραφή ή επικόλληση σε έντυπο, προϊόν, συσκευασία κλπ ή γενικότερα η τοποθέτηση σε κάποιο σημείο ειδικού σήματος
  2. η υπηρεσία της αστυνομίας που ασχολείται με την εύρεση και την ταυτοποίηση τεκμηρίων σχετικών με εγκληματικές πράξεις, πχ την ταυτοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων
  3. (πληροφορική) η συμβολική γραφή (markup) που χρησιμοποιεί ετικέτες σε μια γλώσσα σήμανσης για να υποδείξει την σημασία ενός στοιχείου και τον τον τρόπο απεικόνισής του, όπως στην γλώσσα προγραμματισμού HTML


Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]