σγρόμπια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σγρόμπια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σγρόμπια θηλυκό
- σωληνωτό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάτρηση (δημιουργία στρογγυλών συνήθως οπών) διάφορων μαλακών υλικών, όπως λάστιχο, δέρμα και πλαστικό, καθώς και ορισμένων μετάλλων