σεντίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σεντίνα | οι | σεντίνες |
γενική | της | σεντίνας | των | σεντίνων |
αιτιατική | τη | σεντίνα | τις | σεντίνες |
κλητική | σεντίνα | σεντίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεντίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sentina
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεντίνα θηλυκό
- ο υδροσυλλέκτης τού πλοίου
- το κατώτατο εσωτερικό τμήμα των υφάλων ενός πλοίου