σερίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερίνη οι σερίνες
      γενική της σερίνης των σερινών
    αιτιατική τη σερίνη τις σερίνες
     κλητική σερίνη σερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερίνη < διεθνές sericin (πρωτεΐνη μεταξιού από την οποία απομονώθηκε αρχικά η σερίνη) < λατινική sericum (μετάξι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Συντακτικός τύπος Σερίνης.

σερίνη θηλυκό

  • (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη
  • (βιοχημεία, αμινοξύ) πολικό και αφόρτιστο αμινοξύ: Μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο HO-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Ser ή S. Είναι το ένα από τα δύο υδροξυλικά αμινοξέα. Διαφέρει από την αλανίνη στο ότι η μεθυλομάδα αντικαθίσταται από υδροξυλομάδα. Επιπλέον είναι ιδιαίτερα υδροφιλική και έχει την τάση σχηματισμού δεσμών υδρογόνου.
    Το μετάξι είναι μια εξαιρετικά πλούσια πηγή σερίνης.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]