σερβοκίνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σερβοκίνηση | οι | σερβοκινήσεις |
γενική | της | σερβοκίνησης | των | σερβοκινήσεων |
αιτιατική | τη | σερβοκίνηση | τις | σερβοκινήσεις |
κλητική | σερβοκίνηση | σερβοκινήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερβοκίνηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερβοκίνηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερβοκίνηση
|