σημειογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σημειογραφία οι σημειογραφίες
      γενική της σημειογραφίας των σημειογραφιών
    αιτιατική τη σημειογραφία τις σημειογραφίες
     κλητική σημειογραφία σημειογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημειογραφία (μαρτυρείται από το 1884) [1] < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σημειογραφία θηλυκό

  • σύμβολα-χαρακτήρες ενός φορμαλισμού-μηχανισμού - ενός γνωστικού πεδίου (λεκτική, μαθηματική, κβαντική μηχανική, μουσική, ντραμιστική σημειογραφία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 901, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]