σιδερώτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδερώτρα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του σιδερωτής
- ※ Η νόστιμη Μαριγώ, ο φίλος μου ο Σωτήρης, ο Εγγλέζος ο αμαξάς και ο Έλληνας παραμαξάς, η ράφτρα η Ευαγγελιώ, η σιδερώτρα η κερα-Ρήνη, όλοι ήταν φίλοι μου και με όλους τα είχα καλά. Ιδιαίτερη όμως και βαθιά αγάπη είχα για τον Βασίλη τον περιβολάρη. (Πηνελόπη Δέλτα, Μάγκας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδερώτρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)