σιδηρόστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιδηρόστρωση | οι | σιδηροστρώσεις |
γενική | της | σιδηρόστρωσης* | των | σιδηροστρώσεων |
αιτιατική | τη | σιδηρόστρωση | τις | σιδηροστρώσεις |
κλητική | σιδηρόστρωση | σιδηροστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιδηροστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηρόστρωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηρόστρωση
|