σιμετιδίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιμετιδίνη < λατινική cimetidine κατά ΔΚΟ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιμετιδίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φάρμακο επί παθήσεων του πεπτικού συστήματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιμετιδίνη
|