σιμιγδαλομηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιμιγδαλομηχανή < σιμιγδάλ(ι) + -ο- + -μηχανή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιμιγδαλομηχανή θηλυκό
- ειδική ονομασία αλευρομηχανής που επεξεργάζεται σιμιγδάλια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιμιγδαλομηχανή
|