σκοποθεσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοποθεσία οι σκοποθεσίες
      γενική της σκοποθεσίας των σκοποθεσιών
    αιτιατική τη σκοποθεσία τις σκοποθεσίες
     κλητική σκοποθεσία σκοποθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοποθεσία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοποθεσία θηλυκό

  • η στοχοθεσία, το να βάζει κάποιος στόχους προς επίτευξη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]