σοβινίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοβινίστρια οι σοβινίστριες
      γενική της σοβινίστριας των σοβινιστριών
    αιτιατική τη σοβινίστρια τις σοβινίστριες
     κλητική σοβινίστρια σοβινίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοβινίστρια < σοβινισ(τής) + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοβινίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σοβινιστής

Πηγές[επεξεργασία]