σοδομίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοδομίστρια οι σοδομίστριες
      γενική της σοδομίστριας των σοδομιστριών
    αιτιατική τη σοδομίστρια τις σοδομίστριες
     κλητική σοδομίστρια σοδομίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

σοδομίζω/σοδομιστής + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θηλυκό, (αρσενικό σοδομιστής)

  • γυναίκα που παίρνει τον ενεργητικό ρόλο κατά την συνουσία, συνήθως με την χρήση σεξουαλικού βοηθήματος (πχ. στράπον), τύπος σαδίστριας