σοδομίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλυκό, (αρσενικό σοδομιστής)
- γυναίκα που παίρνει τον ενεργητικό ρόλο κατά την συνουσία, συνήθως με την χρήση σεξουαλικού βοηθήματος (πχ. στράπον), τύπος σαδίστριας