σορόπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σορόπα οι σορόπες
      γενική της σορόπας
    αιτιατική τη σορόπα τις σορόπες
     κλητική σορόπα σορόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σορόπα < σορόπ(ης) + κατάληξη θηλυκού [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σορόπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]