σουίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουίτα | οι | σουίτες |
γενική | της | σουίτας | — | |
αιτιατική | τη | σουίτα | τις | σουίτες |
κλητική | σουίτα | σουίτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουίτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουίτα θηλυκό
- πολυτελές δωμάτιο ξενοδοχείου
- μουσική φόρμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουίτα
|