σουρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- σουρώνω < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική *σουρώνω (όπως σούρωμα)[1] < σειρώνω[2] < αρχαία ελληνική σειρ(ῶ) / σειρ(όω) με τροπή [i] > [u] λόγω της παρουσίας του [ρ][1] / ή του [s][2]
Ρήμα
[επεξεργασία]σουρώνω, αόρ.: σούρωσα, παθ.φωνή: σουρώνομαι, π.αόρ.: σουρώθηκα, μτχ.π.π.: σουρωμένος
- περνάω ένα υγρό μέσα από ένα σουρωτήρι
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- σουρώνω < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική *σουρώνω (όπως σούρα) και δείτε #Ετυμολογία_1
Ρήμα
[επεξεργασία]σουρώνω, αόρ.: σούρωσα, παθ.φωνή: σουρώνομαι, π.αόρ.: σουρώθηκα, μτχ.π.π.: σουρωμένος
- (για ρούχο, ύφασμα) κάνω σούρες
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- σουρώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]σουρώνω, αόρ.: σούρωσα, μτχ.π.π.: σουρωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουρώνω | σούρωνα | θα σουρώνω | να σουρώνω | σουρώνοντας | |
β' ενικ. | σουρώνεις | σούρωνες | θα σουρώνεις | να σουρώνεις | σούρωνε | |
γ' ενικ. | σουρώνει | σούρωνε | θα σουρώνει | να σουρώνει | ||
α' πληθ. | σουρώνουμε | σουρώναμε | θα σουρώνουμε | να σουρώνουμε | ||
β' πληθ. | σουρώνετε | σουρώνατε | θα σουρώνετε | να σουρώνετε | σουρώνετε | |
γ' πληθ. | σουρώνουν(ε) | σούρωναν σουρώναν(ε) |
θα σουρώνουν(ε) | να σουρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σούρωσα | θα σουρώσω | να σουρώσω | σουρώσει | ||
β' ενικ. | σούρωσες | θα σουρώσεις | να σουρώσεις | σούρωσε | ||
γ' ενικ. | σούρωσε | θα σουρώσει | να σουρώσει | |||
α' πληθ. | σουρώσαμε | θα σουρώσουμε | να σουρώσουμε | |||
β' πληθ. | σουρώσατε | θα σουρώσετε | να σουρώσετε | σουρώστε | ||
γ' πληθ. | σούρωσαν σουρώσαν(ε) |
θα σουρώσουν(ε) | να σουρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουρώσει | είχα σουρώσει | θα έχω σουρώσει | να έχω σουρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουρώσει | είχες σουρώσει | θα έχεις σουρώσει | να έχεις σουρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουρώσει | είχε σουρώσει | θα έχει σουρώσει | να έχει σουρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουρώσει | είχαμε σουρώσει | θα έχουμε σουρώσει | να έχουμε σουρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουρώσει | είχατε σουρώσει | θα έχετε σουρώσει | να έχετε σουρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουρώσει | είχαν σουρώσει | θα έχουν σουρώσει | να έχουν σουρώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
σουρώνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 σουρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.