σουρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρωμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
σουρωμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μεθυσμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουρωμένος
→ δείτε τη λέξη μεθυσμένος |