σπαλομπριζόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαλομπριζόλα οι σπαλομπριζόλες
      γενική της σπαλομπριζόλας των σπαλομπριζολών
    αιτιατική τη σπαλομπριζόλα τις σπαλομπριζόλες
     κλητική σπαλομπριζόλα σπαλομπριζόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σπαλομπριζόλα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαλομπριζόλα < σπάλα + -ο- + μπριζόλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπαλομπριζόλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]