σπαλομπριζόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαλομπριζόλα θηλυκό
- (γαστρονομία) μπριζόλα που προέρχεται από το εμπρόσθιο τμήμα του σφάγιου κοντά στη σπάλα
- Από το μοσχάρι (ή το βοδινό) ψήνονται πολύ καλά στη σχάρα οι σπαλομπριζόλες, δηλαδή οι μπροστινές μπριζόλες, και οι μπριζόλες από κόντρα. ([1])