σπόρκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπόρκα < σπόρκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπόρκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) ψάρια δεύτερης διαλογής
- (ναυτικός όρος, επιδημιολογία) τα μολυσμένα πλοία που βρίσκονταν σε καραντίνα λόγω επιδημίας
- ※ Πράγματι, ὁ ἰατρὸς ἐνήργει ὡς ἀνωτέρα ἀρχὴ ἐντὸς τοῦ προσωρινοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, καὶ πρὸς αὐτὸν ὡδηγεῖτο πᾶς νεωστὶ ἐρχόμενος, εἴτε ταξιδιώτης ἦτο ἀπὸ τὰ μακρινὰ χολεριασμένα μέρη, εἴτε ἐργολάβος καὶ ἔμπορος ἐρχόμενος ἐκ τῆς νήσου διὰ νὰ πωλήσῃ τὴν τέχνην του, εἴτε «βαρδιάνος γιὰ τὰ σπόρκα», φύλαξ διὰ τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα στρατολογούμενος ὑπὸ τῆς ὑγειονομικῆς ἀρχῆς. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα [μυθιστόρημα])
- (παρωχημένο για ταξιδιωτικά έγγραφα) «τα χαρτιά του είναι σπόρκα», δεν είναι σε τάξη, είναι ελλιπή ή σκάρτα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα βρίσκω σπόρκα / μού έρχονται σπόρκα: δυσκολεύομαι, έχω προβλήματα
- ≈ συνώνυμα: τα βρίσκω σκούρα / σκούρα τα πράγματα
- στα σπόρκα: στις δύσκολες καταστάσεις
Επίρρημα[επεξεργασία]
σπόρκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπόρκα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σπόρκα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπόρκος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπόρκος
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)