σταφυλοθεραπεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταφυλοθεραπεία οι σταφυλοθεραπείες
      γενική της σταφυλοθεραπείας των σταφυλοθεραπειών
    αιτιατική τη σταφυλοθεραπεία τις σταφυλοθεραπείες
     κλητική σταφυλοθεραπεία σταφυλοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταφυλοθεραπεία < σταφυλ(ι) + -ο- + -θεραπεία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταφυλοθεραπεία θηλυκό

  • αμφιλεγόμενη θεραπεία που βασίζεται σε μονοφαγία με σταφύλια για ορισμένο χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]