στερεογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεογνωσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερεογνωσία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεογνωσία
|