συγκάλεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκάλεση | οι | συγκαλέσεις |
γενική | της | συγκάλεσης* | των | συγκαλέσεων |
αιτιατική | τη | συγκάλεση | τις | συγκαλέσεις |
κλητική | συγκάλεση | συγκαλέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαλέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγκάλεση θηλυκό
- (σπάνιο, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σύγκληση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκάλεση
|