συλλέχτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συλλέχτρια < μετατροπή από «κ» σε «χ» του συλλέκτρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συλλέχτρια θηλυκό
- άλλη μορφή του συλλέκτρια