συμφοιτάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφοιτάω < (συν-) συμ- + φοιτάω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμφοιτάω

  1. συχνάζω σε κάποιο μέρος μαζί με κάποιους άλλους
  2. είμαι συμμαθητής, πάω στο ίδιο σχολείο
  3. πάω συχνά σε κάποιο προσκύνημα μαζί με κάποιους άλλους

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]