συναρμολογήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναρμολογήτρια < συναρμολογη(τής) + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναρμολογήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του συναρμολογητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναρμολογήτρια
|