συνολοσυνάρτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνολοσυνάρτηση | οι | συνολοσυναρτήσεις |
γενική | της | συνολοσυνάρτησης | των | συνολοσυναρτήσεων |
αιτιατική | τη | συνολοσυνάρτηση | τις | συνολοσυναρτήσεις |
κλητική | συνολοσυνάρτηση | συνολοσυναρτήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνολοσυνάρτηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνολοσυνάρτηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνολοσυνάρτηση
|